πυκνίτης

πυκνίτης
πυκν-ίτης [ῑ], ου, ,
A assembled in the Pnyx,

δῆμος π. Ar.Eq.42

: fem. [suff] πυκν-ῖτις, from the Pnyx, [κονία] IG22.1672.199.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυκνίτης — ὁ, θηλ. πυκνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα 2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) 3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • πυκνίτης — πυκνί̱της , πυκνίτης assembled in the Pnyx masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνυκίτης — ὁ, Α ο πυκνίτης* …   Dictionary of Greek

  • πυκνίτην — πυκνί̱την , πυκνίτης assembled in the Pnyx masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”